θέρειος

θέρειος
θέρειος, -ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» — θερινή ξηρασία, Εμπ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα)
το θέρος
3. (το υπερθ.) θερείτατος, -άτη, -ον
θερμότατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θέρειος — of summer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρειον — θέρειος of summer masc acc sg θέρειος of summer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειοτάτη — θέρειος of summer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειοτάτου — θέρειος of summer masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειᾶν — θέρειος of summer masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειότατος — θέρειος of summer masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερειότερος — θέρειος of summer masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείαις — θέρειος of summer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείην — θέρειος of summer fem acc sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερείης — θέρειος of summer fem gen sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”